- κακόφωνον
- κακόφωνοςill-soundingmasc/fem acc sgκακόφωνοςill-soundingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Consonant — Not to be confused with the musical concept of consonance For the alternative rock group, see Consonant (band). Places of articulation Labial Bilabial Labial–velar Labial–coronal Labiodental … Wikipedia
κακόφωνος — η, ο (AM κακόφωνος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή 2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον η κακοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek